αυταπατώμαι

αυταπατώμαι
(-άομαι)
απατώ τον εαυτό μου, σχηματίζω λανθασμένη κρίση για κάτι δικό μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο)-* + απατώμαι (-άομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αυταπατώμαι — βλ. πίν. 61 (μόνο στον ενεστ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αυταπατώμαι — ήθηκα, ξεγελώ τον εαυτό μου, έχω μάταιες ελπίδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”